Λουσιτανός

Λουσιτανός
και Λουζιτανός, -ή, -ό (Α Λουσιτανός, -ή, -όν)
ο κάτοικος τής Λουσιτανίας, αρχαίας ονομασίας τής περιοχής όπου εκτείνεται η σημερινή Πορτογαλία, η οποία κατοικούνταν από διάφορα κελτικά φύλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”